- ῥυθμογραφία
- ῥυθμο-γραφία, ἡ, das Aufschreiben des Zeitmaßes, Taktes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ρυθμογραφία — η / ῥυθμογραφία, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η σύνθεση ρυθμών, η μουσική σύνθεση 2. η ρυθμολογία αρχ. το να γράφει ή να σημειώνει κανείς τα μέτρα, τους ρυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + γραφία*] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek